Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θύμωσις
θυνέω
θύννα
θυννάζω
θυνναῖος
θύννειος
θυννευτικός
θυννίς
θυννίτης
θυννοθήρας
θυννοκέφαλος
θυννολογέω
θύννος
θυννοσκοπεῖον
θυννοσκοπέω
θυννοσκοπία
θυννοσκόπος
θυννώδης
θύνω
θυοδόκος
θυόεις
View word page
θυννοκέφαλος
tunny-headed
ShortDef
tunny-headed
Debugging
Headword:
θυννοκέφαλος
Headword (normalized):
θυννοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
θυννοκεφαλος
IDX:
41804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41805
Key:
Data
{'content': 'tunny-headed'}