Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυμόσοφος
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμοφονέω
θυμοφόρος
θυμόω
θυμώδης
θυμώδης2
θύμωμα
θύμωσις
θυνέω
θύννα
θυννάζω
θυνναῖος
θύννειος
θυννευτικός
θυννίς
θυννίτης
θυννοθήρας
θυννοκέφαλος
θυννολογέω
View word page
θυνέω
to dart along
ShortDef
to dart along
Debugging
Headword:
θυνέω
Headword (normalized):
θυνέω
Headword (normalized/stripped):
θυνεω
IDX:
41795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41796
Key:
Data
{'content': 'to dart along'}