Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύμος2
θυμοσοφικός
θυμόσοφος
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμοφονέω
θυμοφόρος
θυμόω
θυμώδης
θυμώδης2
θύμωμα
θύμωσις
θυνέω
θύννα
θυννάζω
θυνναῖος
θύννειος
θυννευτικός
θυννίς
θυννίτης
θυννοθήρας
View word page
θύμωμα
wrath, passion

ShortDef

wrath, passion

Debugging

Headword:
θύμωμα
Headword (normalized):
θύμωμα
Headword (normalized/stripped):
θυμωμα
IDX:
41793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41794
Key:

Data

{'content': 'wrath, passion'}