Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυμοξάλμη
θυμοπληθής
θυμοποιέω
θυμοραϊστής
θυμός
θύμος
θύμος2
θυμοσοφικός
θυμόσοφος
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμοφονέω
θυμοφόρος
θυμόω
θυμώδης
θυμώδης2
θύμωμα
θύμωσις
θυνέω
θύννα
θυννάζω
View word page
θυμοφθόρος
destroying the soul, life-destroying

ShortDef

destroying the soul, life-destroying

Debugging

Headword:
θυμοφθόρος
Headword (normalized):
θυμοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
θυμοφθορος
IDX:
41787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41788
Key:

Data

{'content': 'destroying the soul, life-destroying'}