Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύμον
θυμοξάλμη
θυμοπληθής
θυμοποιέω
θυμοραϊστής
θυμός
θύμος
θύμος2
θυμοσοφικός
θυμόσοφος
θυμοφθορέω
θυμοφθόρος
θυμοφονέω
θυμοφόρος
θυμόω
θυμώδης
θυμώδης2
θύμωμα
θύμωσις
θυνέω
θύννα
View word page
θυμοφθορέω
to torment the soul, break the heart

ShortDef

to torment the soul, break the heart

Debugging

Headword:
θυμοφθορέω
Headword (normalized):
θυμοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
θυμοφθορεω
IDX:
41786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41787
Key:

Data

{'content': 'to torment the soul, break the heart'}