Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυμιατεύω
θυμιατήριον
θυμιατίζω
θυμιατικός
θυμιατός
θυμιάω
θυμίδιον
θυμίζω
θυμικός
θύμινον
θύμιον
θυμίτης
θυμοβαρής
θυμοβορέω
θυμοβόρος
θυμοδακής
θυμοειδής
θυμόεις
Θυμοίτης
θυμοκατοχέω
θυμοκάτοχος
View word page
θύμιον
large wart
ShortDef
large wart
Debugging
Headword:
θύμιον
Headword (normalized):
θύμιον
Headword (normalized/stripped):
θυμιον
IDX:
41760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41761
Key:
Data
{'content': 'large wart'}