Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυλακοφόρος
θυλέομαι
θύλημα
θῦμα
θυμάγροικος
θυμαίνω
θυμαλγής
θύμαλλος
θυμάλωψ
θυμαμοργάς
θυμαρέω
θυμαρής
θυμάρμενος
θύμβρα
Θυμβραῖος
θυμβρεπίδειπνος
Θύμβρη
Θύμβριον
Θύμβρις
θυμβρίτης
θυμβροφάγος
View word page
θυμαρέω
to be well-pleased

ShortDef

to be well-pleased

Debugging

Headword:
θυμαρέω
Headword (normalized):
θυμαρέω
Headword (normalized/stripped):
θυμαρεω
IDX:
41726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41727
Key:

Data

{'content': 'to be well-pleased'}