Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
θυλακοφόρος
θυλέομαι
θύλημα
θῦμα
θυμάγροικος
θυμαίνω
θυμαλγής
θύμαλλος
θυμάλωψ
θυμαμοργάς
θυμαρέω
θυμαρής
θυμάρμενος
θύμβρα
Θυμβραῖος
θυμβρεπίδειπνος
Θύμβρη
Θύμβριον
Θύμβρις
View word page
θυμάλωψ
a piece of burning wood

ShortDef

a piece of burning wood

Debugging

Headword:
θυμάλωψ
Headword (normalized):
θυμάλωψ
Headword (normalized/stripped):
θυμαλωψ
IDX:
41724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41725
Key:

Data

{'content': 'a piece of burning wood'}