Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
θυλακοφόρος
θυλέομαι
θύλημα
θῦμα
θυμάγροικος
θυμαίνω
θυμαλγής
θύμαλλος
θυμάλωψ
θυμαμοργάς
θυμαρέω
θυμαρής
θυμάρμενος
θύμβρα
Θυμβραῖος
θυμβρεπίδειπνος
View word page
θυμαίνω
to be wroth, angry

ShortDef

to be wroth, angry

Debugging

Headword:
θυμαίνω
Headword (normalized):
θυμαίνω
Headword (normalized/stripped):
θυμαινω
IDX:
41721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41722
Key:

Data

{'content': 'to be wroth, angry'}