Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
θυλακοφόρος
θυλέομαι
θύλημα
θῦμα
θυμάγροικος
θυμαίνω
θυμαλγής
θύμαλλος
θυμάλωψ
θυμαμοργάς
θυμαρέω
θυμαρής
View word page
θυλέομαι
to offer

ShortDef

to offer

Debugging

Headword:
θυλέομαι
Headword (normalized):
θυλέομαι
Headword (normalized/stripped):
θυλεομαι
IDX:
41717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41718
Key:

Data

{'content': 'to offer'}