Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
θυλακοφόρος
θυλέομαι
θύλημα
θῦμα
θυμάγροικος
θυμαίνω
θυμαλγής
θύμαλλος
θυμάλωψ
θυμαμοργάς
θυμαρέω
View word page
θυλακοφόρος
carrying a bag
ShortDef
carrying a bag
Debugging
Headword:
θυλακοφόρος
Headword (normalized):
θυλακοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θυλακοφορος
IDX:
41716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41717
Key:
Data
{'content': 'carrying a bag'}