Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
θυλακοφόρος
θυλέομαι
θύλημα
θῦμα
θυμάγροικος
θυμαίνω
θυμαλγής
θύμαλλος
θυμάλωψ
θυμαμοργάς
View word page
θυλακοφορέω
carry a sack
ShortDef
carry a sack
Debugging
Headword:
θυλακοφορέω
Headword (normalized):
θυλακοφορέω
Headword (normalized/stripped):
θυλακοφορεω
IDX:
41715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41716
Key:
Data
{'content': 'carry a sack'}