Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
θυλακοφόρος
θυλέομαι
θύλημα
θῦμα
θυμάγροικος
θυμαίνω
θυμαλγής
θύμαλλος
View word page
θύλακος
a bag, pouch, wallet

ShortDef

a bag, pouch, wallet

Debugging

Headword:
θύλακος
Headword (normalized):
θύλακος
Headword (normalized/stripped):
θυλακος
IDX:
41713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41714
Key:

Data

{'content': 'a bag, pouch, wallet'}