Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυΐσκη
θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
θυλακοφόρος
θυλέομαι
θύλημα
θῦμα
θυμάγροικος
θυμαίνω
θυμαλγής
View word page
θυλακόομαι
become a bag

ShortDef

become a bag

Debugging

Headword:
θυλακόομαι
Headword (normalized):
θυλακόομαι
Headword (normalized/stripped):
θυλακοομαι
IDX:
41712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41713
Key:

Data

{'content': 'become a bag'}