Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
θυῖον
θυΐσκη
θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
θυλακοφόρος
View word page
θυλακίζω
collect

ShortDef

collect

Debugging

Headword:
θυλακίζω
Headword (normalized):
θυλακίζω
Headword (normalized/stripped):
θυλακιζω
IDX:
41706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41707
Key:

Data

{'content': 'collect'}