Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
θυῖον
θυΐσκη
θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
θυλακοφορέω
View word page
θυλάκη
scrotum

ShortDef

scrotum

Debugging

Headword:
θυλάκη
Headword (normalized):
θυλάκη
Headword (normalized/stripped):
θυλακη
IDX:
41705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41706
Key:

Data

{'content': 'scrotum'}