Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
θυῖον
θυΐσκη
θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
θυλακοτρώξ
View word page
θυίω
to be inspired
ShortDef
to be inspired
Debugging
Headword:
θυίω
Headword (normalized):
θυίω
Headword (normalized/stripped):
θυιω
IDX:
41704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41705
Key:
Data
{'content': 'to be inspired'}