Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
θυῖον
θυΐσκη
θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
θύλακος
View word page
θυΐτης
an Ethiopian stone

ShortDef

an Ethiopian stone

Debugging

Headword:
θυΐτης
Headword (normalized):
θυΐτης
Headword (normalized/stripped):
θυιτης
IDX:
41703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41704
Key:

Data

{'content': 'an Ethiopian stone'}