Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
θυῖον
θυΐσκη
θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
θυλακόβολον
θυλακοειδής
θυλακόομαι
View word page
θυΐσκη
censer

ShortDef

censer

Debugging

Headword:
θυΐσκη
Headword (normalized):
θυΐσκη
Headword (normalized/stripped):
θυισκη
IDX:
41702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41703
Key:

Data

{'content': 'censer'}