Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
θυῖον
θυΐσκη
θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
θυλακίσκος
θυλακίτης
View word page
θυιάς
inspired, possessed woman (e.g. of Bacchantes)

ShortDef

inspired, possessed woman (e.g. of Bacchantes)

Debugging

Headword:
θυιάς
Headword (normalized):
θυιάς
Headword (normalized/stripped):
θυιας
IDX:
41699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41700
Key:

Data

{'content': 'inspired, possessed woman (e.g. of Bacchantes)'}