Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
θυῖον
θυΐσκη
θυΐτης
θυίω
θυλάκη
θυλακίζω
θυλάκιον
View word page
θυία
an African tree with scented wood
ShortDef
an African tree with scented wood
Debugging
Headword:
θυία
Headword (normalized):
θυία
Headword (normalized/stripped):
θυια
IDX:
41697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41698
Key:
Data
{'content': 'an African tree with scented wood'}