Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
θυῖον
θυΐσκη
θυΐτης
View word page
θυηπόλιον
altar

ShortDef

altar

Debugging

Headword:
θυηπόλιον
Headword (normalized):
θυηπόλιον
Headword (normalized/stripped):
θυηπολιον
IDX:
41693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41694
Key:

Data

{'content': 'altar'}