Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
θυιάς
θύϊνος
View word page
θυηπολέω
to busy oneself with sacrifices

ShortDef

to busy oneself with sacrifices

Debugging

Headword:
θυηπολέω
Headword (normalized):
θυηπολέω
Headword (normalized/stripped):
θυηπολεω
IDX:
41690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41691
Key:

Data

{'content': 'to busy oneself with sacrifices'}