Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
θυίαιγις
View word page
θυηλή
the part of the victim that was burnt, the primal offering
ShortDef
the part of the victim that was burnt, the primal offering
Debugging
Headword:
θυηλή
Headword (normalized):
θυηλή
Headword (normalized/stripped):
θυηλη
IDX:
41688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41689
Key:
Data
{'content': 'the part of the victim that was burnt, the primal offering'}