Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
θυία
View word page
θυήεις
smoking

ShortDef

smoking

Debugging

Headword:
θυήεις
Headword (normalized):
θυήεις
Headword (normalized/stripped):
θυηεις
IDX:
41687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41688
Key:

Data

{'content': 'smoking'}