Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
θυητά
θυηφάγος
View word page
θυηδόχος
receiving incense

ShortDef

receiving incense

Debugging

Headword:
θυηδόχος
Headword (normalized):
θυηδόχος
Headword (normalized/stripped):
θυηδοχος
IDX:
41686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41687
Key:

Data

{'content': 'receiving incense'}