Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
θυηπόλος
View word page
Θυεστιάδης
Thyestiades

ShortDef

Thyestiades

Debugging

Headword:
Θυεστιάδης
Headword (normalized):
θυεστιάδης
Headword (normalized/stripped):
θυεστιαδης
IDX:
41684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41685
Key:

Data

{'content': 'Thyestiades'}