Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
θυηπόλιον
View word page
Θυέστης
Thyestes

ShortDef

pestle
Thyestes

Debugging

Headword:
Θυέστης
Headword (normalized):
θυέστης
Headword (normalized/stripped):
θυεστης
IDX:
41683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41684
Key:

Data

{'content': 'Thyestes'}