Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
θυηπολικός
View word page
θυέστης
pestle
ShortDef
pestle
Thyestes
Debugging
Headword:
θυέστης
Headword (normalized):
θυέστης
Headword (normalized/stripped):
θυεστης
IDX:
41682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41683
Key:
Data
{'content': 'pestle'}