Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
θυηπολία
View word page
Θυέστειος
of Thyestes

ShortDef

of Thyestes

Debugging

Headword:
Θυέστειος
Headword (normalized):
θυέστειος
Headword (normalized/stripped):
θυεστειος
IDX:
41681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41682
Key:

Data

{'content': 'of Thyestes'}