Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
θυηπολέω
View word page
θυελλώδης
stormy
ShortDef
stormy
Debugging
Headword:
θυελλώδης
Headword (normalized):
θυελλώδης
Headword (normalized/stripped):
θυελλωδης
IDX:
41680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41681
Key:
Data
{'content': 'stormy'}