Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
θυηλή
θυήλημα
View word page
θυελλοφορέομαι
to be carried by a storm

ShortDef

to be carried by a storm

Debugging

Headword:
θυελλοφορέομαι
Headword (normalized):
θυελλοφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
θυελλοφορεομαι
IDX:
41679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41680
Key:

Data

{'content': 'to be carried by a storm'}