Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
θυήεις
View word page
θυελλόπους
storm-footed, storm-swift

ShortDef

storm-footed, storm-swift

Debugging

Headword:
θυελλόπους
Headword (normalized):
θυελλόπους
Headword (normalized/stripped):
θυελλοπους
IDX:
41677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41678
Key:

Data

{'content': 'storm-footed, storm-swift'}