Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
θυηδόχος
View word page
θυελλήεις
stormy
ShortDef
stormy
Debugging
Headword:
θυελλήεις
Headword (normalized):
θυελλήεις
Headword (normalized/stripped):
θυελληεις
IDX:
41676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41677
Key:
Data
{'content': 'stormy'}