Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
θύεστον
View word page
θύελλα
a furious storm, hurricane
ShortDef
a furious storm, hurricane
Debugging
Headword:
θύελλα
Headword (normalized):
θύελλα
Headword (normalized/stripped):
θυελλα
IDX:
41675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41676
Key:
Data
{'content': 'a furious storm, hurricane'}