Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
θυέστης
Θυέστης
Θυεστιάδης
View word page
θυείδιον
dim. of θυεία, small mortar
ShortDef
dim. of θυεία, small mortar
Debugging
Headword:
θυείδιον
Headword (normalized):
θυείδιον
Headword (normalized/stripped):
θυειδιον
IDX:
41674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41675
Key:
Data
{'content': 'dim. of θυεία, small mortar'}