Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
θυελλώδης
Θυέστειος
View word page
θυγατροποιός
begetting daughters

ShortDef

begetting daughters

Debugging

Headword:
θυγατροποιός
Headword (normalized):
θυγατροποιός
Headword (normalized/stripped):
θυγατροποιος
IDX:
41671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41672
Key:

Data

{'content': 'begetting daughters'}