Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
θυελλοφορέομαι
View word page
θυγατρομιξία
incest with a daughter

ShortDef

incest with a daughter

Debugging

Headword:
θυγατρομιξία
Headword (normalized):
θυγατρομιξία
Headword (normalized/stripped):
θυγατρομιξια
IDX:
41669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41670
Key:

Data

{'content': 'incest with a daughter'}