Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
θυελλοτόκος
View word page
θυγατροθετέω
adopt as daughter

ShortDef

adopt as daughter

Debugging

Headword:
θυγατροθετέω
Headword (normalized):
θυγατροθετέω
Headword (normalized/stripped):
θυγατροθετεω
IDX:
41668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41669
Key:

Data

{'content': 'adopt as daughter'}