Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
θυελλόπους
View word page
θυγατρογόνος
begetting
ShortDef
begetting
Debugging
Headword:
θυγατρογόνος
Headword (normalized):
θυγατρογόνος
Headword (normalized/stripped):
θυγατρογονος
IDX:
41667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41668
Key:
Data
{'content': 'begetting'}