Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
θύελλα
θυελλήεις
View word page
θυγατρόγαμος
married to one's own daughter
ShortDef
married to one's own daughter
Debugging
Headword:
θυγατρόγαμος
Headword (normalized):
θυγατρόγαμος
Headword (normalized/stripped):
θυγατρογαμος
IDX:
41666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41667
Key:
Data
{'content': "married to one's own daughter"}