Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
θυείδιον
View word page
θυγατρίζω
call one daughter

ShortDef

call one daughter

Debugging

Headword:
θυγατρίζω
Headword (normalized):
θυγατρίζω
Headword (normalized/stripped):
θυγατριζω
IDX:
41664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41665
Key:

Data

{'content': 'call one daughter'}