Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
θυεία
View word page
θυγατριδοῦς
a daughter's son, grandson
ShortDef
a daughter's son, grandson
Debugging
Headword:
θυγατριδοῦς
Headword (normalized):
θυγατριδοῦς
Headword (normalized/stripped):
θυγατριδους
IDX:
41663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41664
Key:
Data
{'content': "a daughter's son, grandson"}