Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
θυγατρότεκνον
View word page
θυγατριδῆ
a daughter's daughter, granddaughter
ShortDef
a daughter's daughter, granddaughter
Debugging
Headword:
θυγατριδῆ
Headword (normalized):
θυγατριδῆ
Headword (normalized/stripped):
θυγατριδη
IDX:
41662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41663
Key:
Data
{'content': "a daughter's daughter, granddaughter"}