Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
θυγατροποιός
View word page
θυγάτηρ
a daughter
ShortDef
a daughter
Debugging
Headword:
θυγάτηρ
Headword (normalized):
θυγάτηρ
Headword (normalized/stripped):
θυγατηρ
IDX:
41661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41662
Key:
Data
{'content': 'a daughter'}