Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
θυγατροποιία
View word page
θυάω
rut
ShortDef
rut
Debugging
Headword:
θυάω
Headword (normalized):
θυάω
Headword (normalized/stripped):
θυαω
IDX:
41660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41661
Key:
Data
{'content': 'rut'}