Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θρύψις
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
θυγατρομιξία
View word page
θυαφόρος
thurifer

ShortDef

thurifer

Debugging

Headword:
θυαφόρος
Headword (normalized):
θυαφόρος
Headword (normalized/stripped):
θυαφορος
IDX:
41659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41660
Key:

Data

{'content': 'thurifer'}