Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρύπτω
θρύψις
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
θυγατρόγαμος
θυγατρογόνος
θυγατροθετέω
View word page
θυάς
attack
ShortDef
attack
Debugging
Headword:
θυάς
Headword (normalized):
θυάς
Headword (normalized/stripped):
θυας
IDX:
41658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41659
Key:
Data
{'content': 'attack'}