Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρυοτίλλω
θρυπτέον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
θυγάτριον
View word page
θρωσμός
ground rising
ShortDef
ground rising
Debugging
Headword:
θρωσμός
Headword (normalized):
θρωσμός
Headword (normalized/stripped):
θρωσμος
IDX:
41655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41656
Key:
Data
{'content': 'ground rising'}