Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θρυοπώλιον
θρυοτίλλω
θρυπτέον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρυψίχρως
θρυώδης
θρῶσις
θρώσκω
θρῴσκω
θρωσμός
θύ[η]σις
θυάκτας
θυάς
θυαφόρος
θυάω
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυγατρίζω
View word page
θρῴσκω
to leap, spring
ShortDef
to leap, spring
Debugging
Headword:
θρῴσκω
Headword (normalized):
θρῴσκω
Headword (normalized/stripped):
θρωσκω
IDX:
41654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41655
Key:
Data
{'content': 'to leap, spring'}